Του Σταύρου Χριστακόπουλου
«Σε περίπτωση που μια χώρα
είτε δεν θέλει,
είτε δεν μπορεί να εφαρμόσει τους κανόνες που διέπουν το κοινό νόμισμα, τότε της παρέχεται η δυνατότητα – σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση – να
βγει από την ευρωζώνη,
χωρίς όμως να εγκαταλείψει την Ε.Ε.». Αυτή η εξαιρετικά κρίσιμη για την Ελλάδα αναφορά υπάρχει στο κείμενο που υπερψηφίστηκε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία από το συνέδριο των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών στη Λειψία.
Η «εθελοντική έξοδος» από το ευρώ, αλλά χωρίς απαραίτητα την έξοδο από την Ε.Ε., είναι η
μεταρρύθμιση που θέλει να επιτύχει η Μέρκελ στην ευρωπαϊκή συνθήκη.
Μέχρι τώρα, για να βγει μια χώρα από το ευρώ, θα έπρεπε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση – και
κατά συνέπεια από το ευρώ. Η διαδικασία αυτή ήταν πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη για κάθε κυβέρνηση της ευρωζώνης, υπό την έννοια ότι καμιά δεν θα άντεχε εύκολα, αρνούμενη το ευρώ, να κατηγορηθεί πως μετατρέπει τη χώρα της σε...
Τρίτο Κόσμο. Όπως άλλωστε ισχυρίζεται και η επίσημη προπαγάνδα στη χώρα μας.
Αν ο σχεδιασμός της Μέρκελ περάσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τότε κάθε ηγεσία θα μπορεί
ευκολότερα να αποσύρει – οικειοθελώς ή κατόπιν πίεσης – τη χώρα της από το κοινό νόμισμα. Ποιο είναι όμως το πρόβλημα των Γερμανών, το οποίο τους ωθεί στη «διευκόλυνση» της εξόδου;
Η ηγέτιδα της ευρωζώνης προσπαθεί,
κατ' αρχήν, όπως έχει γράψει το «Π», να επιτύχει την αλλαγή των ευρωσυνθηκών προκειμένου να διευκολυνθεί η
«τιμωρία» των δημοσιονομικά «απείθαρχων» ή αποτυχημένων χωρών μέσω του
ευρωδικαστηρίου και της ενίσχυσης της Κομισιόν ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής προγραμμάτων επιτήρησης, λιτότητας και συνολικής «αναδιάρθρωσης» των χωρών μέσω των «μεταρρυθμίσεων».
Κάτι σαν γενίκευση, αλλά και
νομική κάλυψη σε εκτρώματα τύπου task force του Ράιχενμπαχ, ώστε να μην απαιτείται η δήθεν
«πρόσκληση» εκ μέρους του προβληματικού κράτους - μέλους.
Προς το παρόν η Γερμανία αρνείται να δεχθεί τον εκβιασμό των αγορών που θέλουν σε πρώτη φάση την έκδοση
ευρωομολόγου και σε δεύτερη τη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε «πανωφόρι» της έσχατης στιγμής για το
σύνολο του ευρωπαϊκού χρέους με την κοπή χρήματος, κάτι που θα οδηγούσε σε υποτίμηση το ευρώ και θα
ακύρωνε τον σκοπό της ύπαρξής του.
Μα, αν η Γερμανία δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποδεχθεί την εγγύηση του ευρωπαϊκού χρέους, τότε
τι της μένει; Η κρίση δανεισμού, ύστερα από την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, έχει
εισβάλει ορμητικά στην Ιταλία, κλυδωνίζει την Ισπανία και τη Σλοβενία και
σειρά παίρνουν το Βέλγιο και, κυρίως, η Γαλλία. Αλλά και η χώρα της Μέρκελ, το αδιαμφισβήτητο αφεντικό της ευρωζώνης, κινδυνεύει να εξελιχθεί πολύ σύντομα στον
μεγάλο ασθενή της Ευρώπης.
Ευρω-μπάχαλο
Μπροστά σε αυτή την απειλή, η οποία μπορεί να της
στερήσει άλλη μια φορά το όνειρο της ευρωπαϊκής ηγεσίας, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να
περιορίσει την ευρωζώνη στον... εαυτό της και στις χώρες που μπορούν να συνεχίσουν μαζί της ως δορυφόροι της. Εναλλακτικά μπορεί να την
εγκαταλείψει, αλλά αυτή θα είναι, πιθανότατα, η τελευταία της επιλογή.
Πάντως η ευρωζώνη έχει ήδη χάσει την παλιά ελκτικότητά της. Μετά τις Τσεχία, Νορβηγία και Πολωνία, τώρα και η Ουγγαρία εμφανίζεται, παρά την προετοιμασία της επί χρόνια,
δύσθυμη με το ενδεχόμενο να ενταχθεί στο – συνταρασσόμενο από την κρίση του – ευρώ.
Το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (
EFSF) αποδεικνύεται ότι
δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που του έχει ανατεθεί. Και μόνον η
αποτυχημένη προσπάθειά του αυτές τις μέρες να βρει μέσω ομολόγου χρηματοδότηση 5 δισ. ευρώ – την οποία μείωσε στα 3 δισ., χωρίς όμως να μαζέψει ούτε αυτά – είναι ενδεικτική.
Εξ ίσου ενδεικτική είναι η
απροθυμία ανερχόμενων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη, όπως η Κίνα και η Βραζιλία, να ρισκάρουν το ρευστό τους σε μια υπόθεση εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Ακόμη και η Ρωσία, η οποία έχει σημαντικά
συμφέροντα στην Ευρώπη ως μεγαλοπρομηθεύτρια ενέργειας, δεν ρισκάρει παρά 10 έως 20 το πολύ δισ. ευρώ σε ένα πηγάδι δίχως πάτο – και κυρίως... χωρίς εγγυήσεις.
Έτσι ο στόχος της ενίσχυσης του EFSF περιορίζεται στο
κοροϊδιλίκι της μόχλευσης χωρίς να μπορεί να βρει πραγματικά λεφτά. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το ότι η Ιταλία, με δημόσιο χρέος 1,9 τρισ. ευρώ, θα πρέπει, εντός του 2012, να βρει κάπου
320 δισ. Πρόσφατα ρεπορτάζ μιλούν για δανεισμό
240 δισ. από το EFSF και το ΔΝΤ και άλλων
80 δισ. από τις αγορές.
Μόνο που, με το EFSF αναιμικό και το επιτόκιο του δεκαετούς δανεισμού πάνω από το 7% σήμερα και ακόμη μεγαλύτερο αργότερα, αυτό είναι μακρινό όνειρο.
Η ευρωζώνη μέχρι στιγμής αποδεικνύει ότι
αδυνατεί να διαχειριστεί τον εαυτό της. Η Γερμανία με τη σειρά της δεν μπορεί να διαχειριστεί την κρίση του ευρώ και το
μόνο που κάνει είναι να εφαρμόζει τη συνταγή της δολοφονικής λιτότητας, του πλήρους ελέγχου και της λεηλασίας των χρεοκοπημένων χωρών εκβιάζοντάς τις με επίσημη πτώχευση.
Γι' αυτό πριμοδοτεί τις δοτές «τεχνοκρατικές» κυβερνήσεις που θα
διασφαλίσουν τα χρέη των χωρών και τα υπάρχοντά τους για λογαριασμό της – και προς εξευμενισμό των αγριεμένων αγορών. Όπως καλή ώρα στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Γι' αυτό ψάχνει εναγωνίως έναν πολιτικά «βελούδινο» μηχανισμό διάσπασης της ευρωζώνης.
Πόσες πιθανότητες έχει να προλάβει τα χειρότερα; Όχι πολλές.
Και στην
Ελλάδα; Παπαδήμος, Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος και λοιποί συγγενείς ορκίζονται σε ένα ευρώ που καταρρέει συμπαρασύροντας τα πάντα στην πτώση του. Μιλώντας ακόμη για ευημερία, σταθερότητα και ασφάλεια ακριβώς την ώρα που
καμιά απ’ αυτές τις υποσχέσεις δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί στο σημερινό πλαίσιο ούτε καν για χώρες πολύ ισχυρότερες από τη δική μας.
Ακόμη και η κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», την οποία έχουν συστήσει παρεούλα με τους θαυμαστές και νοσταλγούς των
χουντικών καθεστώτων του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, υπό τις ευλογίες εργολάβων, καναλαρχών και άλλων, έναν κύριο στόχο έχει: να διασφαλίσει ότι το χρέος της Ελλάδας θα αλλάξει
νομικό καθεστώς και η διαχείρισή του, μαζί με αυτήν της εθνικής περιουσίας και του συνόλου της οικονομίας, θα περάσει
χωρίς αναταράξεις στα χέρια του Τέταρτου Ράιχ και της διεθνούς κερδοσκοπίας, η οποία ήδη πιάνει θέσεις ακόμη και στο χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων, όμως, δεν θα αργήσει για πολύ. Και τότε να δούμε ποιος «σωτήρας» θα προλάβει να κρυφτεί...